- παραποδιστός
- παραποδ-ιστός, ή, όν,A impeded, obstructed, Arr.Epict.1.25.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραποδιστός — ή, όν Α [παραποδίζω] αυτός που εμποδίζεται, που κωλύεται … Dictionary of Greek
παραποδιστά — παραποδιστός impeded neut nom/voc/acc pl παραποδιστά̱ , παραποδιστός impeded fem nom/voc/acc dual παραποδιστά̱ , παραποδιστός impeded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)